- καρυκείᾳ
- καρυκείᾱͅ , καρυκείαcooking withfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καρυκεία — καρυκείᾱ , καρυκεία cooking with fem nom/voc/acc dual καρυκείᾱ , καρυκεία cooking with fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρυκεία — καρυκεία, ἡ (AM) [καρυκεύω] 1. το να μαγειρεύει κάποιος με καρυκεύματα, η καρύκευση 2. πλούτος, αφθονία αρχ. 1. παρασκεύασμα 2. ταραχή … Dictionary of Greek
καρυκείας — καρυκείᾱς , καρυκεία cooking with fem acc pl καρυκείᾱς , καρυκεία cooking with fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρυκείαν — καρυκείᾱν , καρυκεία cooking with fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρυκειῶν — καρυκεία cooking with fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρυκείαις — καρυκεία cooking with fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγοητεύω — (AM καταγοητεύω) γοητεύω κάποιον σε μεγάλο βαθμό, μαγεύω κάποιον, σαγηνεύω αρχ. 1. εξαπατώ με τεχνάσματα («καταγοητεύειν ὤετο χρῆναι αὐτούς», Ξεν.) 2. γαληνεύω κάποιον, κατευνάζω κάποιον 3. παθ. καταγοητεύομαι παρασκευάζομαι με τέτοιο τρόπο ώστε… … Dictionary of Greek